- μυλόλιθος
- ομυλίτης λίθος, μυλόπετρα.[ΕΤΥΜΟΛ. < μύλος + λίθος. Η λ. μαρτυρείται από το 1797 στον Σ. Βλαντή].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λίθος — ο (AM λίθος, ὁ Α και λίθος, ἡ) 1. τεμάχιο πετρώματος ή βράχου, πέτρα, λιθάρι (α. «τρηχὺς λίθος», Ομ. Ιλ. β. «στερεὴ λίθος», Ομ. Οδ. γ. «σοὶ δ αἰεὶ κραδίη στερεωτέρη ἐστὶ λίθοιο», Ομ. Οδ.) 2. ιατρ. σύγκριμα που σχηματίζεται στα διάφορα όργανα και … Dictionary of Greek
μυλόπετρα — η καθεμία από τις δυο βαριές κυλινδρικές πέτρες του μύλου που αλέθουν τα σιτηρά, η μύλη, ο μυλόλιθος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)